ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

Post Top Ad

19/03/2021

ΤΟ ΚΕΜΑΛΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗΣ ΚΑΘΕ ΙΧΝΟΥΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ

ΤΟ ΚΕΜΑΛΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ Η ΤΟΥΡΚΙΑ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗΣ ΚΑΘΕ ΙΧΝΟΥΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ


Ο πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη Τζορτζ Χόρτον, καταγράφοντας την καταστροφή της πόλης το 1922, τονίζει μεταξύ των άλλων πως «δεν έλειπε τίποτε σχετικά με τη θηριωδία, την ακολασία, τη σκληρότητα και όλη τη μανία του ανθρώπινου πάθους».

Με τη δημιουργία του κινήματος των Νεότουρκων εμφανίστηκε και εδραιώθηκε η εθνικιστική ιδεολογία, και με την κατάκτηση της εξουσίας το 1908 εκδηλώθηκε η θέληση να εξαφανιστούν οι αυτόχθονες πληθυσμοί. Οι Έλληνες ήταν ένας από τους κεντρικούς στόχους.

O ηγέτης των Νεότουρκων Ταλαάτ Πασάς ανέφερε: «Το οθωμανικό κράτος μίκρυνε τόσο που κοντεύει να εξαφανιστεί. Για να διατηρήσουμε όσα εδάφη απέμειναν, πρέπει να απαλλαγούμε από τους ξένους λαούς… Είναι επείγον για πολιτικούς λόγους οι Έλληνες κάτοικοι των ακτών της Μικράς Ασίας να αναγκαστούν να εκκενώσουν τα χωριά τους για να εγκατασταθούν στα βιλαέτια του Ερζερούμ και της Χαλδίας».

Ο κεμαλισμός αποτελεί τη συνέχεια και την υλοποίηση του κινήματος των Νεότουρκων και μορφοποιήθηκε με τις εθνοκτόνες διαδικασίες εναντίον των Ελλήνων. Ο Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα του Πόντου την 19η Μαΐου 1919 και ολοκληρώνει την τελευταία φάση της Γενοκτονίας.

Έτσι, το κεμαλικό κράτος, η Τουρκία, δημιουργήθηκε στη βάση της εξαφάνισης κάθε ίχνους ελληνικής παρουσίας.

Οι διωγμοί, οι οποίοι εξελίχθηκαν σε Γενοκτονία, αποτέλεσαν την τραγικότερη σελίδα της ζωής του ελληνικού πληθυσμού που ζούσε στο οθωμανικό κράτος (και μετέπειτα κεμαλικό καθεστώς) και στοίχισαν τη ζωή σε 1.000.000 Έλληνες, Ελληνίδες και παιδιά, ενώ οι διασωθέντες εκριζώθηκαν από τις πατρογονικές εστίες τους και κατέφυγαν πρόσφυγες διωκόμενοι στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, ενώ άγνωστος αριθμός παρέμειναν ως εξισλαμισμένοι-ελληνόφωνοι στον Πόντο.

Ακολούθησε η Συνθήκη της Λοζάνης (1923), με την οποία επιβεβαιώθηκε η νέα πραγματικότητα, ενώ με το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930 ακολούθησε η περίοδος σιωπής για τη Γενοκτονία.

Οι μοναδικές αναφορές για το ζήτημα ήταν οι αναφορές των προσφυγικών κέντρων έρευνας, συλλόγων, και ελάχιστων διανοουμένων.

Η δυναμική της δεκαετίας του 1980 και του 1990 που ανέδειξε το αίτημα για την αναγνώριση της Γενοκτονίας δημιούργησε νέα δεδομένα, και ειδικότερα τη διεθνή ανάδειξη του ζητήματος. Μέχρι σήμερα τη Γενοκτονία των Ελλήνων έχουν αναγνωρίσει –εκτός της Βουλής των Ελλήνων (1994-96)– η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας (1995), το κοινοβούλιο της Σουηδίας (2010), η βουλή της Νότιας Αυστραλίας (2009) και της Νέας Νότιας Ουαλίας (2013) και διάφορες πολιτείες και φορείς των ΗΠΑ.

Η υπόθεση έχει απασχολήσει το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του ΟΗΕ, τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), καθώς και την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2006), με την κατάθεση της έκθεσης του Ολλανδού ευρωβουλευτή Κάμιελ Έρλινγκς για την πρόοδο της Τουρκίας για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης το 2007 η Διεθνής Ένωση Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών αναγνώρισε με ψήφισμά της τη Γενοκτονία των Ασσυρίων και των Ελλήνων στο διάστημα 1914-1923.

Τα παραπάνω υλοποιήθηκαν μετά από παρεμβάσεις Ελλήνων και φιλελλήνων, ενώ η ελλαδική πολιτεία όταν δεν ήταν απούσα, ήταν απέναντι. Από την αρχή διεκδίκησης της αναγνώρισης της Γενοκτονίας μέχρι σήμερα, με τελευταίο κρούσμα το αποκαλούμενο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο.


Στις 12 Ιανουαρίου 1934, ο Ελευθέριος Βενιζέλος με επιστολή του στην Σουηδική Ακαδημία, πρότεινε τον Κεμάλ Ατατούρκ για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Την αυθεντική επιστολή μπορείτε να δείτε στο τέλος του κειμένου.

Η επιστολή

Αθήνα, 12 Ιανουαρίου 1934

Κύριε Πρόεδρε,

Για περίπου επτά αιώνες ολόκληρη η Μέση Ανατολή και μεγάλο τμήμα της Κεντρικής Ευρώπης αποτέλεσαν θέατρο αιματηρών πολέμων. Κύρια αιτία γι αυτούς ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και το απολυταρχικό καθεστώς των Σουλτάνων.

Η υποδούλωση χριστιανικών λαών, οι θρησκευτικοί πόλεμοι του Σταυρού εναντίον της Ημισελήνου που μοιραία επακολούθησαν και οι διαδοχικές εξεγέρσεις όλων αυτών των λαών που προσέβλεπαν στην απελευθέρωσή τους δημιουργούσαν μια κατάσταση πραγμάτων που θα παρέμενε μόνιμη πηγή κινδύνων όσο η Οθωμανική Αυτοκρατορία διατηρούσε τα ίχνη που της είχαν αφήσει οι Σουλτάνοι.

Η εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1922, όταν το εθνικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά θριάμβευσε επί των αντιπάλων του, έθεσε οριστικά τέλος σ’ αυτή την κατάσταση αστάθειας και μισαλλοδοξίας.

Πράγματι, σπάνια στη ζωή ενός έθνους πραγματοποιήθηκε σε τόσο λίγο χρόνο μια αλλαγή τόσο ριζική. Μια παρακμάζουσα αυτοκρατορία που ζούσε υπό θεοκρατικό καθεστώς στο οποίο οι έννοιες του δικαίου και της θρησκείας συγχέονταν μετατράπηκε σ`ένα εθνικό και σύγχρονο κράτος, γεμάτο ενέργεια και ζωή.

Με την ώθηση του μεγάλου μεταρρυθμιστή Μουσταφά Κεμάλ το απολυταρχικό καθεστώς των Σουλτάνων καταλύθηκε και το κράτος κατέστη αληθινά κοσμικό. Το έθνος ολόκληρο στράφηκε προς την πρόοδο, με την θεμιτή φιλοδοξία να ενταχθεί στην πρωτοπορία των πολιτισμένων λαών.

Όμως το κίνημα για την εδραίωση της ειρήνης προχώρησε από κοινού με όλες εκείνες τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που προσέδωσαν στο νέο κυρίως εθνικό κράτος της Τουρκίας τη σημερινή του μορφή. Πράγματι η Τουρκία δεν δίστασε να αποδεχθεί ειλικρινά την απώλεια επαρχιών όπου κατοικούσαν άλλες εθνότητες και, ικανοποιημένη πραγματικά με τα εθνικά και πολιτικά της σύνορα όπως καθορίστηκαν από τις Συνθήκες, έγινε αληθινός στυλοβάτης της ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή.

Είμαστε εμείς οι Έλληνες που αιματηροί αγώνες αιώνων μας είχαν φέρει σε κατάσταση διαρκούς ανταγωνισμού με την Τουρκία οι πρώτοι που είχαμε την ευκαιρία να αισθανθούμε τις συνέπειες αυτής της βαθιάς αλλαγής στη χώρα αυτή, διάδοχο της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Από την επόμενη μέρα της Μικρασιατικής καταστροφής, διαβλέποντας την δυνατότητα συνεννόησης με την αναγεννημένη Τουρκία, που προέκυψε από τον πόλεμο ως εθνικό κράτος, της απλώσαμε το χέρι και το δέχτηκε με ειλικρίνεια.  

Από αυτήν την προσέγγιση, που μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα για τη δυνατότητα συνεννόησης ακόμη και μεταξύ λαών που τους χώρισαν οι πιο σοβαρές διαφορές, όταν αυτοί διαποτιστούν με την ειλικρινή επιθυμία για ειρήνη, προέκυψαν μόνο καλά, τόσο για τις δύο ενδιαφερόμενες χώρες όσο και για τη διατήρηση της ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή. Ο άνθρωπος στον οποίο οφείλεται αυτή η πολύτιμη συμβολή στην ειρήνη δεν είναι άλλος από τον Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας Μουσταφά Κεμάλ Πασά. 

Έχω λοιπόν την τιμή ως αρχηγός της Ελληνικής Κυβέρνησης το 1930, όταν η υπογραφή του Ελληνοτουρκικού συμφώνου σηματοδότησε μια νέα εποχή στην πορεία της Εγγύς Ανατολής προς την ειρήνη, να υποβάλλω την υποψηφιότητα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά για την διακεκριμένη τιμή του βραβείου Νόμπελ για την Ειρήνη.

Με βαθύτατη εκτίμηση

Ε. Κ. Βενιζέλος

(Translation from French into Greek by Penny Pouliou)

Nomination letter by Eleftherios K. Venizelos for the conferral of the Nobel Peace Prize upon Mustafa Kemal Pasha (Ataturk)

(Translation from French into English by Stella Colston)

Athens, January 12, 1934

Mister President,

For almost seven centuries the whole of the Near East and a large part of Central Europe was a theatre for bloody wars. The main cause of this was the Ottoman Empire and the absolutist regime of the Sultans.

The subjugation of Christian peoples, the religious wars of the Cross against the Crescent which inevitably followed, and the successive resurgences of all the peoples who aspired to their liberation, created a situation which remained a permanent source of danger as long as the Ottoman Empire retained the imprint of the Sultans.

The foundation of the Turkish Republic in 1922, when the national movement of Moustafa Kemal Pasha triumphed over its adversaries, put a definitive end to that state of instability and intolerance.

Indeed, very rarely has such a radical change been achieved in so short a time in the life of a nation.

An empire in decline, living under a theocratic regime where the notions of law and religion intermingled, was turned into a modern nation state, full of vigour and life.

Through the impetus given by the great reformer Moustafa Kemal Pasha, the absolutist regime of the Sultans was abolished, and the state became truly secular. The whole nation embraced progress, rightly ambitious to be present at the forefront of civilized peoples.

But the consolidation of peace went hand in hand with all the internal reforms which gave the new, predominantlyethnic Turkish state the image it has nowadays. Indeed, Turkey did not hesitate to accept legally the loss of provinces inhabited by other nationalities and, satisfied with the ethnic and political borders defined by the treaties, she became a true pillar for peace in the Near East.

We, the Greeks, who had been driven for centuries of bloody battles into continuous confrontation with Turkey, were the first to feel the effects of the deep change which occurred in that country, the successor of the old Ottoman Empire.

Having discerned, very soon after the catastrophe in Asia Minor, the opportunity of an understanding with reborn Turkey – which came out of the war as a national state-we offered her our hand which she took with sincerity.

This rapprochement, which shows that even peoples divided by the most serious differences can come closer to each otherwhen they become filled with the sincere desire for peace, was beneficial both for the two countries involved and for keeping the peace in the Near East.

The man to whom this invaluable contribution to the cause of peace is due is, of course, the President of the Turkish Republic, Moustafa Kemal Pasha.

Thus, I have the honour, as the leader of the Hellenic Government in 1930, when the signature of the Greek-Turkishpact marked a new era in the march of the Near East towards peace, to propose Moustafa Kemal Pasha as a candidate for the distinguished honour of the Nobel Peace Prize.

Yours sincerely,

E. K. Venizelos

Δείτε την αυθεντική επιστολή στο τέλος του κειμένου…



ΟΙ "ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ" ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΒΛΕΨΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΕΞΕΛΙΧΘΗΚΑΝ ΙΣΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΗΤΑΝ ΔΙΟΛΟΥ "ΤΥΧΑΙΕΣ" ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΓΟΙ .....

ΕΝΩ Ο ΚΕΜΑΛ ΤΟΝ ΜΑΙΟ ΤΟΥ 1919 ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΗΝ ΣΑΜΨΟΥΝΤΑ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ Ο "ΕΘΝΑΡΧΗΣ" ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΣΤΕΛΝΕΙ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΜΕ ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΓΑΛΛΩΝ ΣΤΗΝ ΜΕΣΗΒΡΙΝΗ ΡΩΣΙΑ (ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΟΥΚΡΑΝΙΑ).


Η Εκστρατεία στην Ουκρανία

Την περίοδο εκείνη, στη Ρωσία μαινόταν ο Εμφύλιος Πόλεμος. Οι Μπολσεβίκοι είχαν υπό την κυριαρχία τους τις μεγάλες πόλεις (Πετρούπολη, Μόσχα κλπ), αλλά στην ύπαιθρο συναντούσαν ισχυρή αντίσταση από τις τσαρικές και εν γένει αντικομμουνιστικές δυνάμεις. Οι μεγάλες χώρες της Δύσης βρήκαν τότε την ευκαιρία να επέμβουν στο πλευρό των αντεπαναστατών, έχοντας ξεμπερδέψει από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στην περιοχή της Ουκρανίας, που μας αφορά, η κατάσταση ήταν αρκετά περίπλοκη. Ουκρανοί εθνικιστές, οπαδοί του Τσάρου, τοπικοί οπλαρχηγοί, στρατηγοί και πρίγκιπες με προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες, ένοπλες οργανώσεις, πολιτικοί και στρατιωτικοί σχηματισμοί των Μπολσεβίκων δημιουργούσαν μια κατάσταση γενικευμένης σύγχυσης. Μέτωπο δεν υπήρχε, ούτε κανείς γνώριζε ποιος είναι ακριβώς ο εχθρός.

Οι γαλλικές δυνάμεις ήταν παρούσες στην περιοχή από τις 5 Δεκεμβρίου του 1918. Ο Γάλλος πρωθυπουργός, Ζορζ Κλεμανσό, ζήτησε από τον ομόλογό του Ελευθέριο Βενιζέλο τη συμμετοχή ελληνικών δυνάμεων στις επιχειρήσεις, με αντάλλαγμα την ευμενή στάση της χώρας του υπέρ των εθνικών διεκδικήσεων σε Ανατολική Θράκη και Μικρά Ασία στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων. Ο Βενιζέλος ζύγισε την κατάσταση, καθώς στις περιοχές αυτές υπήρχε ισχυρή ελληνική παρουσία και προβλέψιμος ο κίνδυνος αντεκδικήσεων από τους Μπολσεβίκους, και απάντησε θετικά στο αίτημα του Κλεμανσό.

Την αποστολή θα έφερνε σε πέρας το Α' Σώμα Στρατού υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Κωνσταντίνου Νίδερ, που μόλις είχε ολοκληρώσει την αποστολή αποκατάστασης της ελληνικής κυριαρχίας στην Ανατολική Μακεδονία. Η μεταφορά των ελληνικών δυνάμεων (2η και 13η Μεραρχία) άρχισε στις 2 Ιανουαρίου 1919, ενώ η 1η Μεραρχία παρέμεινε στην Καβάλα αναμένοντας διαταγές.

Οι πρώτοι Ελληνες στρατιώτες άρχισαν να αποβιβάζονται στην Οδησσό στις 7 Ιανουαρίου και στο επόμενο διάστημα το εκστρατευτικό σώμα αριθμούσαν 23.551 άνδρες. Ανάμεσα στους διοικητές των μονάδων γνωστοί στρατιωτικοί, με σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας αργότερα, όπως ο συνταγματάρχης Αλέξανδρος Οθωναίος (επιτελάρχης του Α' Σώματος Στρατού) και οι αντισυνταγματάρχες Γεώργιος Κονδύλης (διοικητής του 3ου Συντάγματος Πεζικού) και Νικόλαος Πλαστήρας (διοικητής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων).

Οι ελληνικές δυνάμεις τέθηκαν αμέσως υπό τη διοίκηση της Α' Συμμαχικής ομάδας μεραρχιών, δυνάμεως 70.000 ανδρών, την οποία διοικούσε ο Γάλλος στρατηγός Ντ' Ανσέλμ. Οι Έλληνες ήταν το πιο αξιόμαχο τμήμα της συμμαχικής δύναμης, καθώς οι Γάλλοι στρατιώτες ήταν εμφανώς καταπονημένοι από την περιπέτεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και πολλοί από αυτούς έβλεπαν με συμπάθεια το κομμουνιστικό καθεστώς του Λένιν. Κλήθηκαν, όμως, να συμμετάσχουν σ' έναν πόλεμο σκοπιμότητας, «αδικαιολόγητο και πρόχειρα προετοιμασμένο», σύμφωνα με μεγάλη μερίδα ιστορικών.

Εναντίον του συμμαχικού εκστρατευτικού σώματος, οι Σοβιετικοί διέθεσαν τρεις στρατιές, με δύναμη 217.000 ανδρών. Ο στρατός αυτός, αφού συνέτριψε το ουκρανικό αυτονομιστικό κίνημα τον Ιανουάριο του 1919, στράφηκε στη συνέχεια κατά των Συμμάχων στην Οδησσό και την Κριμαία. Με τη συντριπτική του υπεροχή τους ανάγκασε σε μάχες οπισθοφυλακών, στις οποίες οι ελληνικές δυνάμεις διακρίθηκαν για την αυταπάρνηση και την πειθαρχία τους.

Η πρώτη μάχη με την εμπλοκή ελληνικών δυνάμεων δόθηκε στις 25 Φεβρουαρίου, όταν το 1ο Σύνταγμα Πεζικού υπό τον αντισυνταγματάρχη Νικόλαο Ρόκα, απελευθέρωσε τη φρουρά της Χερσώνας, την οποία πολιορκούσε ο Κόκκινος Στρατός. Στη συνέχεια, οι Ελληνες στρατιώτες έλαβαν μέρος σε πολλές μάχες, έως τις 20 Μαρτίου 1919, όταν έπειτα από απόφαση των συμμάχων δόθηκε εντολή για το τέλος της εκστρατείας και την εκκένωση της Οδησσού.

Οι ελληνικές μονάδες υποχώρησαν με υποδειγματική τάξη και παρατάχθηκαν στη δυτική όχθη του ποταμού Δνείστερου για να υπερασπίσουν την περιοχή της Βεσσαραβίας (σημερινή Μολδαβία) από τις επιθέσεις του Κόκκινου Στρατού. Στην περιοχή της Κριμαίας παρέμεινε έως τις 14 Απριλίου 1919 το 2ο Σύνταγμα Πεζικού, όπου αντιμετώπισε αλλεπάλληλες επιθέσεις του Κόκκινου Στρατού και κατέστειλε την εξέγερση των εργατών της Σεβαστούπολης, ενισχυμένους με Γάλλους ναύτες, οι οποίοι είχαν στασιάσει. Τον Ιούνιο του 1919 το Α' Σώμα Στρατού προωθήθηκε στη Σμύρνη, όπου ο ελληνικός στρατός επιχειρούσε από τον Μάιο. Οι συνολικές απώλειες του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη μεσημβρινή Ρωσία ανήλθαν σε 398 νεκρούς και 657 τραυματίες.

Η επιλογή του Ελευθέριου Βενιζέλου για τη συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία της Ουκρανίας δεν δικαιώθηκε από τα πράγματα. Οι εθνικές διεκδικήσεις σε Ανατολική Θράκη και Μικρά Ασία δεν ευοδώθηκαν, αφού μεσολάβησε η Μικρασιατική Καταστροφή, ενώ κόστισε βαρύτατα στις ελληνικές κοινότητες της νότιας Ρωσίας, που θεωρήθηκαν αμφίβολης νομιμοφροσύνης από τις σοβιετικές αρχές και πολλά μέλη της αναγκάσθηκαν να καταφύγουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα.



ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΡΘΡΟΥ https://xronosnousfos.blogspot.com

ΠΗΓΗ https://www.pontosnews.gr

ΠΗΓΗ https://www.sansimera.gr



ΘΥΜΗΣΟΥ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ

ΑΙΘΕΡΙΚΗ ΓΡΑΦΗ

ΙΕΡΗ ΕΛΛΑΝΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Η ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ ΚΑΛΕΙ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ

Ε.ΣΥ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ ΤΗΛ. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 6972053389,
EMAIL esy.artemidos@gmail.com





Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ:



ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ ⬇️





Post Top Ad

ΣΕΛΙΔΕΣ